Άγνων

Άγνων
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός στον Πελοποννησιακό πόλεμο, γιος του Νικία (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Συστράτηγος του Περικλή, μαζί με τον Κλεόπομπο του Κλεινίου. Το 430 π.Χ., ενώ είχε εξαπλωθεί στην Αθήνα ο λοιμός, που υπήρξε μοιραίος για την έκβαση του πολέμου, o Ά. και o Κλεόπομπος, παίρνοντας τον στρατό που ο Περικλής είχε χρησιμοποιήσει στην εκστρατεία του στα παράλια της Πελοποννήσου, επιχείρησαν μια εκστρατεία εναντίον της Ποτίδαιας, στη Χαλκιδική, που ήταν πολιορκημένη. Έστησαν πολιορκητικές μηχανές έξω από την Ποτίδαια και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να την κυριεύσουν, αλλά δεν το κατόρθωσαν, γιατί οι στρατιώτες που βρίσκονταν κιόλας εκεί –οι Αθηναίοι που είχαν αρχικά πολεμήσει στην Ποτίδαια– μολύνθηκαν από τον στρατό του Ά. και άρχισαν να πεθαίνουν από πανώλη. Όπως λέει o Θουκυδίδης (Β’ 58), o Ά. έφυγε τότε με τα πλοία και γύρισε στην Αθήνα, αφού έχασε εξαιτίας της νόσου, σε 40 περίπου μέρες, 1.050 από τους 4.000 οπλίτες του. Έμεινε λοιπόν το παλαιότερο στράτευμα, που εξακολούθησε να πολιορκεί την Ποτίδαια. Σε άλλο σημείο (Δ’ 102), ο Θουκυδίδης αναφέρει τον Ά. ως ιδρυτή της Αμφίπολης, αποικίας των Αθηναίων στον Στρυμόνα, εναντίον της οποίας επιτέθηκε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ο Βρασίδας και την κατέλαβε. Το 422, όταν o Βρασίδας έπεσε πολεμώντας για την ανεξαρτησία της πόλης, οι Αμφιπολίτες γκρέμισαν τα οικοδομήματα που είχαν χτίσει οι Αθηναίοι και ήταν αφιερωμένα στον Ά., ανακηρύσσοντας τιμητικά τον Βρασίδα οικιστή της πόλης τους. Από τότε έμεινε η φράση αγνώνεια οικοδομήματα.Γιος του Ά. ήταν ο Θηραμένης, που ο Θουκυδίδης τον χαρακτηρίζει (Η’ 68) ως έναν από τους πρώτους που κατέλυσαν την αθηναϊκή δημοκρατία. 2. Αξιωματικός του Μεγάλου Αλεξάνδρου (τέλη 4ου αι. π.Χ.). 3. Φιλόσοφος, που έγραψε συγγράμματα ρητορικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἅγνων — ἄγνων , ἄγνος chaste tree fem gen pl ἄγνων , ἄγνος chaste tree masc gen pl (attic) ἔγνων , γιγνώσκω come to know aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἔγνων , γιγνώσκω come to know aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅγνων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁγνῶν — Ἁγνή fem gen pl Ἁγνώ fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνῶν — ἁγνός pure fem gen pl ἁγνός pure masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγνων — ἄγνος chaste tree fem gen pl ἄγνος chaste tree masc gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄγνων — ἄγνων , ἄγνος chaste tree fem gen pl ἄγνων , ἄγνος chaste tree masc gen pl (attic) ἔγνων , γιγνώσκω come to know aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἔγνων , γιγνώσκω come to know aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅγνωνα — Ἅγνων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅγνωνες — Ἅγνων masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅγνωνι — Ἅγνων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅγνωνος — Ἅγνων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”